εὐοσμότατα

εὐοσμότατα
εὔοσμος
sweet-smelling
adverbial superl
εὔοσμος
sweet-smelling
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐοσμοτάτας — εὐοσμοτάτᾱς , εὔοσμος sweet smelling fem acc superl pl εὐοσμοτάτᾱς , εὔοσμος sweet smelling fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασχαλιά — (σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • νάρκισσος — Γένος φυτών, που περιλαμβάνει πολυετείς βολβόριζες πόες και υπάγεται στην οικογένεια των Αμαρυλλιδών (μονοκοτυλήδονα). Από τα επτά είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα πιο αξιόλογα είναι: ο ν. των ποιητών έχει επιμήκη, γραμμοειδή φύλλα, ανάμεσα στα… …   Dictionary of Greek

  • σανσεβιέρια — Γένος φυτών της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, όλα τροπικά (Αφρική, Ινδία). Τα φυτά αυτά διακρίνονται ιδιαίτερα για τα κομψά, σκληρά, όρθια φύλλα τους, με τις ωραίες λευκές ή κίτρινες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”